Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δράσιμος — δράσιμος, ον (Α) 1. δραστήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμον ενέργεια, δράση … Dictionary of Greek
δράσιμον — δρά̱σιμον , δράσιμος activity masc/fem acc sg δρά̱σιμον , δράσιμος activity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)